λακκώ

λακκώ
λακκῶ, -όω (Α) [λάκκος]
πάπ. σκάβω λάκκο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λάκκῳ — λάκκος pond masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάκκωι — λάκκῳ , λάκκος pond masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τσαλακώνω — Ν 1. διπλώνω κάτι πρόχειρα έτσι ώστε να σχηματίσει ζάρες, ζαρώνω, σουφρώνω («αφού τσαλάκωσε το χαρτί, τό πέταξε») 2. μτφ. εξευτελίζω, καταρρακώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, το ρ. τσαλακώνω συνδέεται με το ρ. ψαλάσσω «αγγίζω ελαφρά» και έχει… …   Dictionary of Greek

  • αλάκκωτος — η, ο ο αλάκκιαστος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + *λακκώνω, πρβλ. αρχ. λακκῶ ( όω) < λάκκος] …   Dictionary of Greek

  • λάκκος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 52 κάτ.) στην πρώην επαρχία Οιτύλου του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, στη δυτική Μάνη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οιτύλου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ …   Dictionary of Greek

  • λάκκωμα — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 329 κάτ.) της Σαμοθράκης. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαμοθράκης του νομού Έβρου. 2. Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 1.311 κάτ.) του νομού… …   Dictionary of Greek

  • σύνιππος — ον, Μ ο μαζί με το άλογο («...σύνιππον τῷ λάκκῳ πεπτωκότα», Τζέτζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἵππος (πρβλ. ἔφ ιππος)] …   Dictionary of Greek

  • Οσίου Λουκά, μονή — Μοναστήρι στους δυτικούς πρόποδες του Ελικώνα, μεταξύ Βοιωτίας και Φωκίδας. Κατά τη βυζαντινή και τη μεταβυζαντινή περίοδο αποτελούσε περίφημο πνευματικό και μοναστικό κέντρο της Ελλάδας. Ιδρύθηκε από τον Όσιο Λουκά τον Στειριώτη (Καστρί,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”